παγχρωματικός

παγχρωματικός
-ή, -ό
ο ποικιλόχρωμος, αυτός που περιέχει όλα τα χρώματα. Ουσ. παγχρωματισμός, ο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παγχρωματικός — ή, ό φρ. «παγχρωματικό φιλμ» (φωτογρ.) φωτογραφικό φιλμ ευαίσθητο σε όλα τα χρώματα τού ορατού φάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. panchromatic < παν (βλ. λ. πας) + χρωματικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”